φυτάλμιος

φυτάλμιος
-ον, θηλ. και φυταλμία, Α
1. (κυρίως ως προσωνυμία θεών, όπως τού Διός, τού Διονύσου και τού Ποσειδώνος) αυτός που γεννά ή αυτός που τρέφει
2. αυτός που υπάρχει ή προέρχεται από τη φύση, σύμφυτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυτάλμιον
η παραγωγική δύναμη
4. φρ. α) «φυτάλμια λέκτρα» — συζυγική κλίνη (Ευρ.)
β) «φυταλμία χθών» — γενέτειρα (Λυκόφρ.)
γ) «φυτάλμιοι γέροντες» — γονείς (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτάλιος + επίθημα -μιος (πρβλ. γεράσ-μιος). Πρόκειται για δυσερμήνευτο τ. που εμφανίζει παράξενο συνδυασμό τών επιθημάτων (βλ. και λ. φυτάλιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυτάλμιος — producing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτάλμιον — φυτάλμιος producing masc/fem acc sg φυτάλμιος producing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυταλμίοις — φυτάλμιος producing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυταλμίου — φυτάλμιος producing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυταλμίων — φυτάλμιος producing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυταλμίῳ — φυτάλμιος producing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτάλμια — φυτάλμιος producing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτάλμιοι — φυτάλμιος producing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιτάλιμος — ον, Α φυτάλμιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυταλιά + επίθημα ιμος (πρβλ. νόστ ιμος). Πρόκειται για λ. που πλάστηκε για να ετυμολογηθεί ο τ. φυτάλμιος, ο οποίος θεωρήθηκε ότι σχηματίστηκε από αυτήν με μετάθεση] …   Dictionary of Greek

  • Посейдон — (Ποσειδών; много вариантов Ποσοιδάν и др.) в греческой мифологии бог властитель моря и всей водной стихии, как это явствует из корня ποτ, встречающегося в греческих словах ποτος, ποτίζω, ποτ αμός, в лат. poto и т. д. П. олицетворял собой элемент… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”